- θόλων
- θόλοςround building with conical rooffem gen plθολόωmake turbidimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)θολόωmake turbidimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολῶν — θολός mud masc gen pl θολόω make turbid pres part act masc voc sg (doric aeolic) θολόω make turbid pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θολόω make turbid pres part act masc nom sg θολόω make turbid pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
διαπυρισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει την παραμόρφωση των ιζηματογενών στρωμάτων του φλοιού της Γης υπό την επίδραση αλατοφόρων μαζών, περισσότερο ή λιγότερο πλαστικών, οι οποίες ωθούνται ανοδικά από ισχυρές κατακόρυφες… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
σταυροθόλιο — (Αρχιτ.). Είδος θολωτής οροφής, που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων, ίσης ή άνισης μεταξύ τους διαμέτρου. Επινόημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, βρήκε την τελειοποίηση του στο Βυζάντιο, όπου για μεγαλύτερη στερεότητα… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
διαθόλιο — το το διάκενο μεταξύ δύο θόλων … Dictionary of Greek
θολότυπος — ο ξύλινο ή χαλύβδινο ικρίωμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή θόλων και τόξων … Dictionary of Greek
καμαρικός — καμαρικός, ή, όν (Α) [καμάρα] 1. θολωτός, σκεπασμένος με καμαροειδή στέγη, καμαρωτός*. 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Καμαρικά τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος σχετικής με την κατασκευή θόλων … Dictionary of Greek
καμαρωτικός — καμαρωτικός, ή, όν (Α [καμαρώ] αυτός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καμαρών, αψίδων, θόλων … Dictionary of Greek